μπαλτάς κ. μπαλντάς, ο, ουσ. [<τουρκ. balta], το τσεκούρι. 1. άνθρωπος που λέει απερίφραστα τη γνώμη του, χωρίς να νοιάζεται αν πληγώνει κάποιον: «είναι τόσο μπαλτάς, που, όταν πρόκειται να πει τη γνώμη του, δε φοβάται το Θεό τον ίδιο». 2. κατάσταση που μας πιέζει, μας εκβιάζει ή μας απειλεί: «περιμένω να ’ρθει ο μπαλντάς της εφορίας || έχει καρκίνο και ζει με το μπαλτά του θανάτου πάνω απ’ το κεφάλι του κάθε μέρα». Υποκορ. μπαλταδάκι κ. μπαλνταδάκι, το·
- μου ’ρθε μπαλτάς, α. ένιωσα ξαφνικά οδυνηρή έκπληξη, ιδίως από λόγο ή ενέργεια κάποιου σε βάρος μου: «όταν έμαθα πως πάνω στο φόρτε της δουλειάς έδωσε την παραίτησή του, μου ’ρθε μπαλτάς, γιατί δεν το περίμενα απ’ αυτόν τον άνθρωπο». β. βρέθηκα μπροστά σε ανέλπιστη ατυχία, σε ανέλπιστη δυσκολία: «έχασα πολλά λεφτά στην τελευταία μου δουλειά και μου ’ρθε μπαλτάς». Συνών. μου ’ρθε καταπέλτης / μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι.